1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Ευκαιρία για την Ελλάδα;

5 Ιουνίου 2014

Βασικός στόχος των συμμετεχόντων στη φετινή έκθεση για την ηλιακή ενέργεια Intersolar Europe στο Μόναχο είναι να διεισδύσουν σε νέες αγορές. Ποιες είναι οι προοπτικές των ελλήνων κατασκευαστών;

https://p.dw.com/p/1CCbG
Solaranlage in der Ukraine
Εικόνα: Activ Solar

Μετά από μια μάλλον δύσκολη περίοδο, το μέλλον του κλάδου διαγράφεται τώρα ευοίωνο, εκτιμά ο Κάρστεν Κέρνιγκ, διευθύνων σύμβουλος του Γερμανικού Συνδέσμου της Ηλιακής Οικονομίας. «Σε παγκόσμιο επίπεδο υπολογίζουμε με διψήφιο ποσοστό ανάπτυξης», όπως υπογραμμίζει.

Οι αριθμοί δικαιολογούν την αισιοδοξία αυτή. Το 2013 εγκαταστάθηκαν σε όλο τον κόσμο φωτοβολταϊκά συνολικής ισχύος 38 Gigawatt, που συνιστά μια αύξηση κατά 27 % σε σχέση με το προηγούμενο έτος ενώ για την τρέχουσα χρονιά οι προβλέψεις κάνουν λόγο για 45 έως και 50 GW. Οι ευρωπαϊκές χώρες όμως δεν κρατούν πλέον τα ηνία. Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη στο πεδίο της ηλιακής ενέργειας καταγράφουν οι ασιατικές χώρες και οι ΗΠΑ ενώ με σταθερά βήματα ακολουθούν οι αναδυόμενες οικονομίες.

Στο επίκεντρο της Intersolar βρίσκονται όλες οι ενεργειακές αγορές: μεγάλες ηλιακές εγκαταστάσεις για ενεργειακούς προμηθευτές και επιχειρήσεις, μεσαίες για σούπερ μάρκετ και νοικοκυριά αλλά και πολύ μικρά συστήματα για τα δυο περίπου δισεκατομμύρια των ανθρώπων που συνεχίζουν να ζουν σήμερα χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα.

Σκληρός ανταγωνισμός

Στα 1.100 περίπου περίπτερα της έκθεσης παρουσιάζονται μια σειρά καινοτόμων προϊόντων: νέα συστήματα φωτοβολταϊκών, τεχνολογίες αποθήκευσης, συστήματα ανάκτησης της θερμικής ενέργειας καθώς και ηλιοθερμικά συστήματα. Για πρώτη φορά μάλιστα πραγματοποιείται στο πλαίσιο της Intersolar και η Electrical Energy Storage, μια εξειδικευμένη έκθεση για την αποθήκευση ενέργειας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μια τεράστια αγορά με εξαιρετικές προοπτικές για το μέλλον. Ο ανταγωνισμός όμως είναι ιδιαίτερα σκληρός. Η πρόσφατη διαμάχη ΗΠΑ και Κίνας επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Προκειμένου να προστατεύει την εγχώρια βιομηχανία ηλιακής ενέργειας, η Ουάσιγκτον επέβαλε πρόσθετους δασμούς στα εισαγόμενα κινεζικά φωτοβολταϊκά που φθάνουν το 35 %.

Το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις παλεύουν για την επιβίωσή τους, παρά τη ραγδαία ανάπτυξη του κλάδου, καταδεικνύει και το παράδειγμα της Γερμανίας. Δεκάδες κατασκευαστές φωτοβολταϊκών χρεοκόπησαν τα τελευταία χρόνια ή εξαγοράστηκαν από ασιάτες ανταγωνιστές. Σύμφωνα με ορισμένες πρώτες εκτιμήσεις, από τους μέχρι πρότινος 100.000 εργαζόμενους του κλάδου στη Γερμανία, οι μισοί έχουν στο μεταξύ χάσει τη δουλειά τους.

Πιο ανταγωνιστικά πλέον τα ελληνικά προϊόντα

Πώς μπορούν να επιβιώσουν σε αυτό το σύνθετο σκηνικό οι ελληνικές επιχειρήσεις του κλάδου; Όπως δήλωσε προς τη Deutsche Welle o Παναγής Κωνσταντινίδης, πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανιών Ηλιακής Ενέργειας και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας CALPAK: «Στο κομμάτι της ηλιοθερμικής ενέργειας η Ελλάδα έχει ως παραδοσιακούς ανταγωνιστές την Αυστρία και τη Γερμανία. Έχουμε καταφέρει να προσφέρουμε εξίσου καλά ποιοτικά προϊόντα αλλά ταυτόχρονα, πιο φθηνά, άρα και πιο ανταγωνιστικά».

Για τεράστιες ευκαιρίες για όσους προσφέρουν ποιοτικά προϊόντα κάνει λόγο και ο Τρύφων Κολιτσόπουλος, σύμβουλος εξαγωγών προς γερμανόφωνες χώρες:

«Παρά τη μείωση τζίρου που παρουσιάζει ο τομέας της ηλιοθερμικής ενέργειας γενικά στη Γερμανία με πτώση 12% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, οι προοπτικές που υπάρχουν στην αγορά αυτή είναι αναμφισβήτητα τεράστιες για ποιοτικούς κατασκευαστές που μπορούν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις. Η μεσοπρόθεσμη κρίση του κλάδου στην Ευρώπη έχει αφήσει να αναδειχθούν οι σοβαροί κατασκευαστές, με ποιοτικά προϊόντα που κερδίζουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των εμπόρων».


Gero Rueter / Κώστας Συμεωνίδης

Υπεύθ. Σύνταξης: Σπύρος Μοσκόβου

Το περίπτερο της Calpak στην Intersolar του Μονάχου
Το περίπτερο της Calpak στην Intersolar του ΜονάχουΕικόνα: DW
Στη φετινή έκθεση συμμετέχουν 10% λιγότεροι εκθέτες συγκριτικά με πέρσι
Στη φετινή έκθεση συμμετέχουν 10% λιγότεροι εκθέτες συγκριτικά με πέρσιΕικόνα: DW/G. Rueter